πυροῖ

πυροῖ
πυρόω
burn with fire
pres ind mp 2nd sg
πυρόω
burn with fire
pres opt act 3rd sg
πυρόω
burn with fire
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πυροί — πῡροί , πυρός wheat masc nom/voc pl πυρόω burn with fire pres subj mp 2nd sg πυρόω burn with fire pres ind mp 2nd sg πυρόω burn with fire pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκωνίαι πυροί — οἱ, Α τα προκώνια* …   Dictionary of Greek

  • Kernos — Pour les articles homonymes, voir Kernos (revue). Kernos en terre cuite, de la période du Cycladique Ancien III Cycladique Moyen II (v. 2000 av. J. C.), découvert dans une tombe à Mélo …   Wikipédia en Français

  • Kernos — de terracota, del periodo Cicládico Antiguo III Cicládico Medio II (h. 2000 a. C.), descubierto en una tumba de Milo y conservado en el Museo del Louvre (Sèvres 3552). En la cerámica griega, un kernos (en griego antiguo κέρνος o κέρχνος …   Wikipedia Español

  • TAPYRI — populi non procul ab Hyrcanis. Dionysius, Υ῾ρκανίοι, Τάπυροί τε. Ubi Montanus: Tapyros quod attinet (neque enim admitti potest altera lectio, Υ῾ρκάνιοι τ᾿ Α῎πυροί τε, obstat enim aliorum scriptorum auctoritas, qui nusquam Α᾿πύρους, sed Ταπύρους… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μηλίζω — (Α) [μήλον (Ι)] είμαι όμοιος με κυδώνι κατά το χρώμα, έχω κιτρινωπό χρώμα («πυροὶ πρὸς ὑγείας χρῆσιν ἄριστοι,... τῇ χροίᾳ μηλίζουσι», Διοσκ.) …   Dictionary of Greek

  • ολιγόχους — ὀλιγόχους, ουν και οος, οον (Α) 1. ολιγόσπερμος 2. (για δημητριακά) αυτός που φέρει λίγους καρπούς («διὸ καὶ πυροὶ κριθῶν ὀψιέστεροι καὶ ὀλιγοχούστεροι», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ό) (βλ. λ. λιγο ) + χόος / χοῦς (< χέω), πρβλ. επτά χους] …   Dictionary of Greek

  • τριακοντάδραχμος — η, ο / τριακοντάδραχμος, ον, ΝΑ, και τριακοντόδραχμος, ον, Α αυτός που έχει αξία τριάντα δραχμών, τριαντάδραχμος (α. «τριακοντάδραχμο χαρτόσημο» β. «τριακοντάδραχμοι πυροί», Πολυδ.) αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τριακοντάδραχμοι τάξη… …   Dictionary of Greek

  • χειμόσπορος — ον, Α (για καρπό) αυτός που τόν σπέρνουν τον χειμώνα («χειμόσποροι πυροί», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα (βλ. λ. χειμώνας) + σπόρος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. μηλό σπορος, πρωΐ σπορος] …   Dictionary of Greek

  • χόνδρος — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”